1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Μετά το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, και με νωπή ακόμη την εμπειρία από το Κραχ του ’29, ο δυτικός κόσμος προβαίνει στη συγκρότηση των αναγκαίων θεσμικών μηχανισμών για τη θωράκισή του από μια ενδεχόμενη νέα εκτράχυνση της κατάστασης. Η διεθνής ηρεμία και η οικονομική σταθερότητα θα διασφαλιστούν μέσα από πρωτοβουλίες όπως η συμφωνία Μπρέτον Γουντς, η οποία παγιώνει ένα σκηνικό τάχιστης οικονομικής μεγέθυνσης, περιορισμένης ανεργίας και χαμηλού πληθωρισμού. Αλλά και σε εθνικό επίπεδο, διενεργούνται κρατικές παρεμβάσεις, εναρμονισμένες με τους όρους ενός κεϋνσιανού συμβολαίου, με στόχο τη διανεμητική δικαιοσύνη και την αποσόβηση της κοινωνικής περιθωριοποίησης.
Μολαταύτα, η ιδιότυπη συνύπαρξη μεγέθυνσης, απελευθέρωσης και μεικτών οικονομιών σε έναν ενάρετο κύκλο δε θα διαρκέσει παραπάνω από μια τριακονταετία, κατά προσέγγιση ως το 1975, που γι’ αυτά της τα χαρακτηριστικά πέρασε στην ιστορία ως η Χρυσή Εποχή του καπιταλισμού. Η κατάρρευση του κανόνα του χρυσού και η πετρελαϊκή κρίση του 1973 λογίζονται ως δύο από τους θεμελιώδεις παράγοντες αντιστροφής του οικονομικού κλίματος προς το στασιμοπληθωρισμό, ύστερα από τα τριάντα «χρυσά χρόνια». Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι η σκιαγράφηση μιας κατά το δυνατόν εναργέστερης εικόνας των αιτιών περάτωσης της συγκεκριμένης περιόδου.
2. Η ΑΝΑΔΥΣΗ ΚΑΙ ΤΑ ΧΑΡΑΚΤΗΡΙΣΤΙΚΑ ΤΗΣ ΕΝΔΟΞΗΣ ΤΡΙΑΚΟΝΤΑΕΤΙΑΣ
2.1 Η διεθνοποίηση των οικονομικών σχέσεων
Στον απόηχο δύο τραυματικών παγκόσμιων συρράξεων, καθώς και της πλέον παρατεταμένης στη σύγχρονη ιστορία μεσοπολεμικής διεθνούς οικονομικής ύφεσης, η Ευρώπη θα διεκδικήσει εκ νέου την πολιτική και οικονομική της σταθερότητα με όχημα ένα υπό αμερικανική αιγίδα θεσμικό οπλοστάσιο παρέμβασης. Αναμφίβολα, οι διεθνείς οικονομικές σχέσεις θα αποδεικνύονταν πολύ διαφορετικές μετά τη διάσκεψη στο Μπρέτον Γουντς και το σχέδιο Μάρσαλ, συγκριτικά με την εποχή της Κοινωνίας των Εθνών και της Συνθήκης των Βερσαλλιών (Crafts & Toniolo 2008).
Στα επονομαζόμενα τριάντα «χρυσά χρόνια», μεταξύ 1945 και 1975, ή αλλιώς στην «Ένδοξη Τριακονταετία», όπως αυτή αποκλήθηκε από τον Fourastié (1979), η αναγωγή του δολαρίου σε κυρίαρχο νόμισμα συναλλαγών και ο ορισμός μιας σταθερής ισοτιμίας του με το χρυσό και τα λοιπά νομίσματα για την αποτροπή της κερδοσκοπίας, στο πλαίσιο του συμφώνου Μπρέτον Γουντς του 1944, θεωρείται ότι μετρίασε τις μακροοικονομικές διακυμάνσεις, επιταχύνοντας τη μεταπολεμική μεγέθυνση (Boltho 1982). Επιπλέον, η σύσταση των προβλεπόμενων από την ίδια συμφωνία πολυμερών οργανισμών, του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και της Παγκόσμιας Τράπεζας Ανασυγκρότησης και Ανάπτυξης, αλλά και η σύναψη της Γενικής Συμφωνίας Δασμών και Εμπορίου, το 1947, αποσκοπούσαν αντιστοίχως στην αντιμετώπιση ενδεχόμενης κρατικής χρεωκοπίας, στη μακροπρόθεσμη συντήρηση της διεθνούς επενδυτικής δραστηριότητας και στην κατάργηση των εμπορικών εμποδίων, δράσεις επιβεβλημένες για την αποκατάσταση της διεθνούς οικονομικής τάξης (Glyn et al. 2007: 65-66).
Αλλά και εκτός των ορίων των ανωτέρω φορέων, οι ΗΠΑ, κατόπιν απόφασης της ηγεσίας Τρούμαν για άρση του παραδοσιακού αμερικανικού απομονωτισμού και επιδίωξη ανοικτού τύπου συμμαχιών, θα επενδύσουν δισεκατομμύρια δολαρίων, το 1948, στην ευρωπαϊκή ανάκαμψη μέσω του σχεδίου Μάρσαλ (Nye 2016), μια πρωτοβουλία, εντούτοις, οι επιδράσεις της οποίας στην ανάδειξη της Χρυσής Εποχής έχουν χαρακτηριστεί περιορισμένης σημασίας (Eichengreen & Uzan 1992). Τέλος, οι αμερικανικές φιλοδοξίες θα επεκταθούν εξίσου στην πολιτική ανοικοδόμηση της Ευρώπης, εξ ου και η υποστήριξή προς την ΕΕΠ και την ΕΚΑΧ, στις αρχές της δεκαετίας του ’50, και αργότερα στο εγχείρημα της ΕΟΚ των «Έξι» (Camps 1966: 236-239).
Μέσα στο εν λόγω μεταπολεμικό περιβάλλον των διεθνοποιημένων οικονομικών σχέσεων, οι δυτικοευρωπαϊκές οικονομίες, έως τις αρχές της δεκαετίας του ’70, κατέληξαν να μεγεθύνονται με ρυθμούς αύξησης του ετήσιου ΑΕΠ της τάξης του 5%, γεγονός που λειτουργούσε πολλαπλασιαστικά και για το ευρωπαϊκό ΑΕΠ, ενώ τα επίπεδα ανεργίας δεν υπερέβαιναν το 2%, κάνοντας τους Αμερικανούς οικονομολόγους να μιλούν για το ευρωπαϊκό «θαύμα της ανεργίας», και ο ετήσιος δείκτης πληθωρισμού κυμαινόταν στο 3-4%, έως τα τέλη σχεδόν της δεκαετίας του ’60 (Blanchard 2000: 7∙ Τσούκαλης 2015: 82-83). Σημειωτέον ότι η πρωτόγνωρα υψηλή παραγωγικότητα συνοδεύτηκε από την εκροή εργατικού δυναμικού, από τον κλάδο της γεωργίας, προς τη βιομηχανία και εν συνεχεία στις υπηρεσίες (Singh 1977∙ Fourastié 1979: 16∙ Rowthorn & Wells 1987: 8).
Έτσι, η οικονομική ενοποίηση στην Ευρώπη και η παγκοσμιοποίηση στην ευρύτερη διεθνή οικονομία, ωθούμενες από την τεχνολογική αλλαγή, τις πολιτικές απελευθέρωσης του εμπορίου και το κοινωνικό συμβόλαιο Κράτους-Εργασίας-Κεφαλαίου, παράγοντες που θα αναλυθούν εκτενέστερα ακολούθως, αποτέλεσαν το υπόβαθρο της σύγκλισης των οικονομιών και του κλεισίματος της ψαλίδας των ανισοτήτων στη διάρκεια της Ένδοξης Τριακονταετίας.
2.2 Η απελευθέρωση του εμπορίου
Σύμφωνα με τους Sachs και Warner (1995), η εμπορική δραστηριότητα ευνόησε την οικονομική ευημερία στο μεταπολεμικό κόσμο, με τη σύγκλιση να επιτυγχάνεται μεταξύ των ανοικτών, και όχι των κλειστών, οικονομιών. Απότοκος του ευμενούς μακροοικονομικού τοπίου την περίοδο της Χρυσής Εποχής, στο οποίο η μεγέθυνση συμβάδιζε με τη χαμηλή ανεργία κι ένα συμπιεσμένο πληθωρισμό, υπήρξε η προοδευτική απελευθέρωση των οικονομικών συναλλαγών, υπό μορφή κατάργησης δασμών και ποσοστώσεων εντός ΕΟΚ, από την υπογραφή της Συνθήκης της Ρώμης ως το 1968, ενώ μια παρεμφερής προσπάθεια εκκίνησε και στο παγκόσμιο οικονομικό στερέωμα χάρη στην ενεργό κοινοτική συμμετοχή σε διαδοχικούς εμπορικούς γύρους υπό τη σκέπη της ΓΕΣΔΕ (Tsoukalis 2016: 26). Κατά συνέπεια, η ευρωπαϊκή ενοποίηση αναδείχθηκε σε προωθητικό παράγοντα απελευθέρωσης του ενδοκοινοτικού και, κατ’ επέκταση, του διεθνούς εμπορίου, ενισχύοντας την ανασύνταξη των κρατών-μελών μέσα από έναν «εξαγωγικό προσανατολισμό» (Eichengreen 2007: 38), με εξαίρεση τον τομέα της ΚΑΠ, ο οποίος συνδέθηκε με την «εκτροπή εμπορίου», συνεπεία της παρεμβατικής πολιτικής της ΕΟΚ υπέρ των αγροτών (Τσούκαλης 2015: 83).
Συγχρόνως, η εξάλειψη των εμπορικών συνόρων και η αυξανόμενη ενοποίηση της κοινής ευρωπαϊκής αγοράς επέσπευσαν την εισαγωγή αμερικανικού τεχνολογικού εξοπλισμού και τεχνογνωσίας, βοηθώντας την Ευρώπη να ελαττώσει την τεχνολογική της απόσταση από τις ΗΠΑ (Madsen 2007). Ορμώμενες από την ολοένα αυξανόμενη εξάρτηση από την αμερικανόφερτη τεχνολογία ακόμη και των τεχνολογικά πιο προηγμένων ευρωπαϊκών χωρών, αμερικανικές πολυεθνικές ανίχνευσαν στην ΕΟΚ ένα εξαιρετικά πρόσφορο έδαφος για επενδύσεις σε ανθρώπινο κεφάλαιο, έρευνα και ανάπτυξη (Crafts & Toniolo 2008). Άρα, η διττή ερμηνεία της ευρωπαϊκής μεγέθυνσης της τριακονταετίας ’45-’75 ως εξαγωγικά και επενδυτικά υποκινούμενης οφείλεται εν πολλοίς στο θεσπισθέν θεσμικό πλαίσιο που διευκόλυνε την άρση των εμπορικών φραγμών (Eichengreen 2007: 39).
2.3 Το κοινωνικό συμβόλαιο
Η ενδοκοινοτική και διεθνής, μέσω του ΠΟΕ, οικονομική απελευθέρωση συνέπεσε με την ανάκυψη μεικτών οικονομιών και την ενδυνάμωση του κράτους πρόνοιας, ιδίως στη Δυτική Ευρώπη (Τσούκαλης 2015: 84). Μολονότι έχει επισημανθεί πως «ο Κέυνς ουδέποτε υπήρξε ένθερμος κοινωνικός μεταρρυθμιστής» (Skidelsky 2001: 264), η κεϋνσιανή λογική, βάσει της οποίας η εντύπωση της αυτορυθμιζόμενης-αυτοποιούμενης Αγοράς δε συνεισφέρει στην κοινωνική ευταξία, διαπότισε τις υιοθετούμενες μετά το 1945 πολιτικές, με στόχο την απονομή κοινωνικής δικαιοσύνης. Ως εκ τούτου, το κράτος έφτασε να διαχειρίζεται σημαντικό ποσοστό του ΑΕΠ, παρεμβαίνοντας διαρκώς ως ρυθμιστής της Αγοράς.
Κατά την υπόθεση του Eichengreen (1996: 46-49), τα υψηλά επενδυτικά ποσοστά της Χρυσής Εποχής ευνοήθηκαν από ένα κοινωνικό συμβόλαιο, χάρη στο οποίο οι εργαζόμενοι συναινούσαν στη συγκράτηση των μισθολογικών τους απολαβών σε μετριοπαθή επίπεδα, επιτρέποντας έτσι στις επιχειρήσεις να επενδύουν απερίσπαστες, ενώ εκείνοι απολάμβαναν τα προνόμια ενός διευρυμένου κράτους πρόνοιας, που τους παρέχονταν προκειμένου να μην αθετηθεί η παραπάνω συμφωνία. Επομένως, στον πυρήνα των λεγόμενων «νεοκορπορατιστικών δομών» που καθιερώθηκαν στις ευρωπαϊκές κοινωνίες εμπεριεχόταν μια τριμερής συνεννόηση Κράτους-Εργασίας-Κεφαλαίου (Eichengreen 2007: 32).
Χώρες όπως η Αυστρία, η Ολλανδία, το Βέλγιο, η Ελβετία, η Δυτική Γερμανία και οι σκανδιναβικές οικονομίες ενέπιπταν στην κορπορατιστική κατηγορία (Crouch 1993: 279-280), ενώ οι Γαλλία και Ιταλία επωφελήθηκαν εξίσου από ευθείες κυβερνητικές παρεμβάσεις στον καθορισμό των αμοιβών (Toniolo 1998). Η ικανοποίηση του εργατικού δυναμικού της εποχής από την καρποφόρα αλληλεπίδραση με εργοδοσία και κεντρική κυβέρνηση αντανακλάται στη συντριπτική πτώση των ποσοστών των απεργιών, σε αντιδιαστολή με το διάστημα του Μεσοπολέμου, αλλά και στην εξισορρόπηση της αύξησης της παραγωγής από την ανάλογη ανύψωση της κατανάλωσης (Glyn et al. 2007: 49), ως απόρροια της σταδιακής διοχέτευσης του άλλοτε προοριζόμενου για αμυντικές δαπάνες ρευστού σε πολιτικές με κοινωνικό πρόσημο (Delorme & André 1983).
Ενδεικτικά, στο μέσο κράτος-μέλος της ΕΟΚ, οι γενικές κυβερνητικές δαπάνες ως ποσοστό επί τοις εκατό του ΑΕΠ θα υπερβούν βαθμιαία ακόμη και το 50%, από το 1960 (Τσούκαλης 2015: 84).
Πώς εξηγείται όμως η συνύφανση του καπιταλιστικού συστήματος με ένα ισχυροποιημένο κράτος, όταν, μάλιστα, αυτή αποδίδει σταθερά υψηλούς ρυθμούς μεγέθυνσης; Η άνοδος του ΑΕΠ λόγω της απελευθέρωσης του εμπορίου εντός ΕΟΚ συνεπάγεται ταυτόχρονα και εξασθένηση της προάσπισης των εγχώριων οικονομιών από το διεθνή ανταγωνισμό. Σε αυτό το σημείο, το κράτος έρχεται να διασφαλίσει, με την προσφορά δημόσιων αγαθών, όσους έβγαιναν ζημιωμένοι από το διεθνή ανταγωνισμό, λειαίνοντας επιπροσθέτως τις ανισότητες στο εσωτερικό των κρατών-μελών. Στην πράξη, η δυτική Ευρώπη βίωνε το θρίαμβο του σοσιαλδημοκρατικού μοντέλου, με τη μεγέθυνση, την απελευθέρωση και τις μεικτές οικονομίες να συνδέονται σε έναν ενάρετο κύκλο (Tsoukalis 2016: 26-27). Συνεπώς, κατά την Ένδοξη Τριακονταετία μαρτυρείται ένας ιδεώδης καταμερισμός εργασίας: η Ευρώπη απελευθερώνει και το εθνικό κράτος παρεμβαίνει, ρυθμίζει και αναδιανέμει.
3. ΤΟ ΤΕΛΟΣ ΤΗΣ ΕΝΔΟΞΗΣ ΤΡΙΑΚΟΝΤΑΕΤΙΑΣ
3.1 Η εξάντληση του κορπορατιστικού υποδείγματος
Στις αρχές της δεκαετίας του ’70, η μεταπολεμική κοινωνική διάσταση του καπιταλιστικού μοντέλου αρχίζει να φθίνει και η ψαλίδα των ανισοτήτων ανοίγει εκ νέου σε προ του 1914 επίπεδα. Παρά τις προβλέψεις του ΟΗΕ περί εξακολούθησης των τάσεων μεγέθυνσης του ’60 (Glyn et al. 2007: 39), η μετά την Ένδοξη Τριακονταετία εποχή χαρακτηρίζεται από στασιμοπληθωρισμό, δηλαδή από ένα συνδυασμό χαμηλής μεγέθυνσης, ανοδικής ανεργίας και υψηλού πληθωρισμού (Tsoukalis 2016: 27).
Το περιγραφόμενο ασταθές κλίμα έφερε στην επιφάνεια την ευθραυστότητα της ισορροπίας ανάμεσα στην αυτοσυγκράτηση των μισθών και των ανοδικών επενδύσεων, βάσει του κορπορατιστικού υποδείγματος του Eichengreen (Crafts & Toniolo 2008). Τούτο, διότι, από τα τέλη της δεκαετίας του ’60, οι ειδικές προϋποθέσεις που καθιστούσαν το άφθονο εργατικό δυναμικό διαθέσιμο στις ευρωπαϊκές βιομηχανίες, όπως η δυνατότητα αξιοποίησης των άνεργων αγροτών και των μεταναστευτικών ροών από την Ανατολική Ευρώπη και την άλλη πλευρά του Ατλαντικού, είχαν σε μεγάλο βαθμό εκλείψει, με αποτέλεσμα, όσο πιο σφιχτή γινόταν η αγορά εργασίας, τόσο πιο δύσκολη να φαντάζει η τιθάσευση των μισθολογικών αξιώσεων των εργαζομένων (Eichengreen 2007: 223). Σύμφωνα με τον Kindleberger:
''Στην Ευρώπη, μετά το 1950, οι μισθοί ανέβαιναν pari passu με τα κέρδη των επιχειρήσεων, κατά το στάδιο της αφειδούς παροχής εργατικού δυναμικού. Όταν το πλήθος των εργατικών χεριών συρρικνώνεται, οι αυξανόμενες επενδύσεις κεφαλαίων στη βιομηχανία έχουν ως συνέπεια την άνοδο των μισθών και πιθανώς την πτώση των κερδών. (Kindleberger 1967:8)''
Συγχρόνως, το κορπορατιστικό υπόδειγμα αποδεικνυόταν ολοένα λιγότερο αρμόζον στις ευρωπαϊκές οικονομίες της δεδομένης περιόδου, οι οποίες έπρεπε να πάψουν να επαφίενται στην ούτως ή άλλως εξαντλούμενη αμερικανική τεχνολογική παραγωγή, καθ’ ότι μια διατηρήσιμη μεγέθυνση απαιτούσε την επίδειξη εγχώριας καινοτομίας, τη στιγμή που δεν ήταν καθόλου προφανές κατά πόσο το θεσμικό τους πλαίσιο, από τις κρατικά ελεγχόμενες εταιρείες σε Ιταλία και Ισπανία ως τους βιομηχανικούς ομίλους σε Πορτογαλία και Σουηδία, θα συνέτεινε σε κάτι τέτοιο (Eichengreen 2007: 224).
3.2 Η κατάρρευση του Μπρέτον Γουντς
Με την πάροδο της δεκαετίας του ’60, η πίεση στους μισθούς και η υπερβάλλουσα καταναλωτική ζήτηση επέφεραν διαταραχές στα ισοζύγια εξωτερικών πληρωμών σειράς ευρωπαϊκών χωρών, οδηγώντας στην υποτίμηση του γαλλικού φράγκου, της βρετανικής στερλίνας, καθώς και στην παρ’ ολίγον υποτίμηση της ιταλικής λίρας (Eichengreen 2007: 225). Η θέση σε επισφάλεια του νομίσματος του Ηνωμένου Βασιλείου, του δεύτερου ισχυρότερου στον κόσμο, αλλά και της Γαλλίας, ενός εκ των εξεχόντων κατόχων νομισματικού χρυσού, καθώς και η διαβρωτική για τη νομισματική σταθερότητα αυξανόμενη κινητικότητα κεφαλαίων, προμήνυε την επερχόμενη αποσύνθεση του συστήματος Μπρέτον Γουντς (Eichengreen 2007: 242).
Συν τοις άλλοις, οι ΗΠΑ εμφανίζονταν πλέον πολύ λιγότερο διατεθειμένες να πληρώνουν τους λογαριασμούς της Ευρώπης και να τροποποιούν τις νομισματικές και δημοσιονομικές πολιτικές τους χάριν στήριξης του δολαρίου έναντι των ευρωπαϊκών νομισμάτων, αφού, από τα μέσα του ’60, η επέλαση του πληθωρισμού, εξαιτίας του πολέμου στο Βιετνάμ και των κρατικών προγραμμάτων πρόνοιας της «Μεγάλης Κοινωνίας» του προέδρου Τζόνσον, προξενεί την υπερεκτίμηση του δολαρίου (Cline 1983: 113∙ Blanchard 2000: 5). Έτσι, από το 1971, ο κανόνας του χρυσού σταματά ουσιαστικά να υφίσταται, με το «Σοκ του Νίξον», παρά και την ύστατη προσπάθεια διάσωσής του μέσω της Συμφωνίας Σμισθόνιαν, ως το 1973 (Eichengreen 2007: 245).
Ακολούθως, οι «Έξι» θα επικεντρωθούν ξανά στην προαγωγή της νομισματικής ολοκλήρωσης, ως απάντηση στη σοβούσα κρίση, δημιουργώντας το «φίδι μέσα στο τούνελ» για τη διαχείριση των διακυμάνσεων των νομισμάτων τους, το οποίο όμως παρουσίασε πολλές από τις ελλείψεις του Μπρέτον Γουντς (Eichengreen 2007: 248). Η αποτυχία του «φιδιού» και αργότερα του ΕΝΣ φανέρωσε την ανετοιμότητα των επιμέρους χωρών-μελών να συμβιβάσουν τις εθνικές οικονομικές δομές και τις πολιτικές προτεραιότητές τους με σταθερές ενδοευρωπαϊκές ισοτιμίες, εν καιρώ αυξανόμενης κινητικότητας κεφαλαίων (Tsoukalis 2016: 31). Παρά ταύτα, μέσα από τη συγκεκριμένη εμπειρία, συνειδητοποιήθηκε η ανάδυση του μάρκου ως ισχυρού νομίσματος της Ευρώπης, καθώς και η αναπόδραστα ενεργός γερμανική ανάμειξη σε κάθε περιφερειακή νομισματική διαβούλευση στο εξής (Eichengreen 2007: 250).
3.3 Η πετρελαϊκή κρίση του 1973
Την κατάρρευση του Μπρέντον Γουντς διαδέχθηκε, δύο χρόνια αργότερα, μια απογείωση των πετρελαϊκών τιμών, η οποία θεωρείται, ως σήμερα, κρίσιμος συντελεστής του τέλους της Χρυσής Εποχής (Temin 2002). Αντιδρώντας στην αμερικανική υποστήριξη του Ισραήλ στο πλαίσιο της αραβοϊσραηλινής σύρραξης του Γιομ Κιπούρ, οι έξι αντιπρόσωποι του ΟΠΕΚ ανακοινώνουν, τον Οκτώβριο του 1973, μια αύξηση ύψους 70% στην τιμή του πετρελαίου και κατόπιν συμφωνούν σε εμπάργκο της τροφοδοσίας προς τις ΗΠΑ και τέσσερις ακόμη νατοϊκές συμμάχους τους (Yergin 2008: 2.011, 2.017).
Το τιμολογιακό σοκ γεννά ελλείμματα στις χώρες-εισαγωγείς πετρελαίου του ΟΟΣΑ, ενώ τα πλεονάσματα των μελών του ΟΠΕΚ προσεγγίζουν σε μέγεθος εκείνα των ΗΠΑ την άμεση μεταπολεμική περίοδο (Glyn et al. 2007: 104). Η δημιουργία ενός μηχανισμού πετροδολαρίων, επιφορτισμένου με τη μεταφορά των πλεοναζόντων κεφαλαίων από τις φεουδαρχικής λογικής αραβικές κοινωνίες μέσω των κεφαλαιαγορών προς τη Δύση, για τη χρηματοδότηση των ελλειμμάτων του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών της, έδωσε ραγδαία ώθηση σε μια νέα κάστα διαχειριστών του πλούτου, τις χρηματοπιστωτικές εταιρείες (Masouros 2013: 60-62). Ωστόσο, παρά τις βαθιές της επιπτώσεις, έχει διατυπωθεί η άποψη πως η επιβράδυνση της μεγέθυνσης μετά τη Χρυσή Τριακονταετία θα είχε έτσι κι αλλιώς επέλθει και δίχως την πετρελαϊκή κρίση του ’73 (Temin 2002).
3.4 Η αποδυνάμωση του κράτους πρόνοιας
Άλλη μια αιτία της αναπότρεπτης λήξης της Χρυσής Εποχής αποτελεί το τέλος της τριακονταετούς πορείας σύγκλισης των ευρωπαϊκών οικονομιών προς τις ΗΠΑ, ενός κράτους με ήδη υψηλό απόθεμα τεχνολογικής και οργανωτικής γνώσης, καθώς η βασιζόμενη στη μίμηση του προπορευόμενου μεγέθυνση δε γίνεται να εξακολουθεί αενάως, απουσία ενός πρωτογενούς αναπτυξιακού σχήματος (Cohen 2010: 162-163). Έτσι, χώρες, όπως η Γαλλία, αδυνατούσαν να μεγεθύνονται εις το διηνεκές κατά 5% ετησίως, ώστε να διατηρήσουν την επαναφορά στο 75% του αμερικανικού βιοτικού επιπέδου που κατόρθωσαν να σημειώσουν ως το 1975 (Fourastié 1979: 80).
Ταυτόχρονα, συνεπεία της οικονομικής παγκοσμιοποίησης, ο κύριος όγκος της διεθνούς βιομηχανικής παραγωγής και των εξαγωγών μετατοπίστηκε βαθμιαία από την Ευρώπη προς τους ανερχόμενους ανταγωνιστές της σε Νοτιοανατολική Ασία και Ιαπωνία, θέτοντας υπό αμφισβήτηση το κόστος του κοινωνικού κράτους (Crafts and Toniolo 2008).
Τέλος, η αύξηση της ανεργίας στην Ευρώπη, από το 1970, αποδόθηκε από πολλούς στην πληθώρα των προνομίων των ανέργων, των μέτρων προστασίας των εργαζομένων και στο υπερβολικό ύψος του κατώτατου μισθού, που θεωρούνταν δείγματα «ακαμψίας της αγοράς εργασίας» (Blanchard 2000: 8).
Για τους παραπάνω λόγους, η έναρξη της κρίσης, από το 1974, οδηγεί σε αναθεώρηση των κρατικών παρεμβάσεων: το εθνικό πλαίσιο δεν ενδείκνυται πια για τη μακροοικονομική ρύθμιση (Delorme & André 1983). Αντίθετα με τα επιχειρήματα των διαδόχων του Κέυνς, διαπιστώνεται ότι ήταν η ισχυρή μεγέθυνση που επέτρεψε την αύξηση των δημόσιων δαπανών, και όχι το αντίστροφο, άρα το κράτος πρόνοιας, στερημένο από την αλματώδη μεγέθυνση, υποχρεώθηκε έκτοτε να υπολογίζει και να ιεραρχεί τις αναγκαίες δαπάνες του (Cohen 2010: 177-178).
3.5 Η περίοδος της ευρωσκλήρυνσης
Μολονότι, στα τέλη του ’60, η κοινή αγορά έμοιαζε ολοκληρωμένη και συζητείτο η προοπτική επέκτασής της στις χώρες της ΕΖΕΣ, η υποχωρούσα μεγέθυνση, που δυσχέραινε την επαγγελματική αποκατάσταση του εργατικού δυναμικού από τις ενοποιούμενες βιομηχανίες σε αναπτυσσόμενους τομείς, ενέτεινε την αντίσταση στην απελευθέρωση του εμπορίου (Eichengreen 2007: 224).
Τέτοιου είδους δυσκολίες προσαρμογής τροφοδότησαν, μετά και τον επίσημο τερματισμό της Χρυσής Εποχής με τη νομισματική αποσταθεροποίηση, τη ρητορική της ευρωσκλήρυνσης. Σύμφωνα με τον Olson (1982: 148), «οι αναδιανεμητικές συμμαχίες επιβραδύνουν την ικανότητα μιας κοινωνίας να υιοθετεί νέες τεχνολογίες και να ανακατανέμει τους πόρους της […], κι επομένως μειώνουν το ρυθμό μεγέθυνσής της». Υπό αυτό το πρίσμα, η υφεσιακή οικονομική πραγματικότητα που καταγράφεται από το 1970-71 ήταν επόμενο να γιγαντώσει την αποδοκιμασία εκ μέρους των κρατών-μελών της προς την αναδιανεμητική ΕΟΚ.
Συνάμα, η επικράτηση της νεοφιλελεύθερης λογικής υπέρ του περιορισμού του κεϋνσιανού κοινωνικού κράτους και της απορρύθμισης της Αγοράς, με πρωτεργάτες τους Ρέιγκαν και Θάτσερ, οι οποίοι εκλάμβαναν τις κοινοτικές παρεμβάσεις στις μεικτές οικονομίες των κρατών-μελών ως καταστρατήγηση της εθνικής οικονομικής κυριαρχίας τους, συνιστά το υπόβαθρο του ακόλουθου σταδίου της ευρωπαϊκής οικονομικής ολοκλήρωσης (Τσούκαλης 2015: 88).
Το τέλος της περιόδου της ευρωσκλήρυνσης θα σημάνει η υπογραφή της Ενιαίας Ευρωπαϊκής Πράξης, το 1986, η οποία αναζωπυρώνει το ενδιαφέρον για περαιτέρω ενοποίηση, εισάγοντας το πλαίσιο της ντελοριανής επινόησης Ενιαίας Αγοράς (Martens 2008: 93). Η ΕΕΠ απέδειξε τα γρήγορα αντανακλαστικά των ευρωπαϊκών θεσμών στις επιταγές της νέας οικονομικής ορθοδοξίας (Tsoukalis 2016: 28).
Η μετεξέλιξη της μικρής τελωνειακής ένωσης σε μια Ενιαία Αγορά ελεύθερης διακίνησης προϊόντων, υπηρεσιών, ανθρώπων και κεφαλαίων, αποτελούσε αναγνώριση της ατέλειας και της ανεπάρκειας της διαμορφωθείσας μετά τη Συνθήκη της Ρώμης κατάστασης. Επίσης, έτσι αναγνωριζόταν έμμεσα ότι η εξάλειψη των συνοριακών ελέγχων, υπό συνθήκες μεικτής οικονομίας, δεν αρκούσε για τη διασφάλιση της πλήρους ελευθερίας του εμπορίου. Ως εκ τούτου, οι μεικτές εθνικές οικονομίες δε βρίσκονταν πλέον στο απυρόβλητο, γεγονός που κατέδειξε την αναγκαιότητα εντοπισμού νέων τρόπων συνομιλίας του Κέυνς με τον Σμιθ μετά την Ένδοξη Τριακονταετία (Τσούκαλης 2015: 88).
4. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Συγκεφαλαιωτικά, η Χρυσή Εποχή απέδειξε με αδιαμφισβήτητο τρόπο την εφαρμοσιμότητα του σοσιαλδημοκρατικού μοντέλου στις δυτικοευρωπαϊκές καπιταλιστικές οικονομίες. Η μεταπολεμική τριακονταετία συμβόλισε την επιτομή της συνάρτησης της μεγέθυνσης με την απελευθέρωση και τις μεικτές οικονομίες, η οποία εξασφάλισε την κοινωνική ειρήνη στο εσωτερικό χωρών με παράδοση πολιτικών συγκρούσεων και συνέβαλε στην πρώιμη ευρωπαϊκή οικονομική ολοκλήρωση.
Ωστόσο, η αποσύνδεση δολαρίου-χρυσού και η πρώτη από τις δύο πετρελαϊκές κρίσεις του ’70 φέρνουν το σοσιαλδημοκρατικό υπόδειγμα στα όριά του. Η συρρίκνωση του εργατικού δυναμικού διατάραξε την ισορροπία μεταξύ της αυτοσυγκράτησης των μισθών και των υψηλών επενδύσεων και συμπίεσε προς τα κάτω τα κέρδη των επιχειρήσεων. Ακόμη, οι ευρωπαϊκές οικονομίες εμφανίστηκαν ελάχιστα καινοτόμες και υπέρμετρα εξαρτημένες από την αμερικανόφερτη τεχνολογική παραγωγή, αποκτώντας ετεροχρονισμένα επίγνωση της ανάγκης απεμπλοκής από την προσπάθεια σύγκλισης προς τις ΗΠΑ, με αφορμή και την ανάδυση ανταγωνιστικών παικτών από τις ασιατικές αγορές. Τελικώς, το κεϋνσιανό κράτος πρόνοιας θα θυσιαστεί στο βωμό του νεοφιλελεύθερου ρεύματος και η Ευρώπη, αφού δοκιμαστεί από σκληρωτικές τάσεις με αιχμή το στασιμοπληθωρισμό, θα ξαναβρεί το βηματισμό της με την ΕΕΠ, προσαρμοζόμενη στο νεοπαγές οικονομικό δόγμα.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΚΕΣ ΑΝΑΦΟΡΕΣ:
ΑΓΓΛΟΦΩΝΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Blanchard, O., 2000. Macroeconomics, Second Edition. Νιου Τζέρσεϊ: Prentice-Hall International.
Boltho, A., 1982. The European Economy: Growth and Crisis. Οξφόρδη: Oxford University Press.
Camps, M., 1966. European Unification in the Sixties: From Veto to the Crisis. Νέα Υόρκη: McGraw-Hill.
Cline, W. R. επιμ., 1983. Trade Policy in the 1980s. Ουάσινγκτον: Institute for International Economics.
Crouch, C., 1993. Industrial Relations and European State Traditions. Οξφόρδη: Clarendon Press.
Eichengreen, B. & Uzan, M., 1992. The Marshall Plan: Economic Effects and Implications for Eastern Europe and the Former USSR. Economic Policy, 7 (14), σ. 13-75.
Eichengreen, B., 1996. Institutions and Economic Growth: Europe after World War II. Στο N. Crafts & G. Toniolo (επιμ.) Economic Growth in Europe since 1945. Κέιμπριτζ: Cambridge University Press, σ. 38-72.
Eichengreen, B., 2007. The European Economy since 1945: Coordinated Capitalism and Beyond. Πρίνστον και Οξφόρδη: Princeton University Press.
Glyn, A., Hughes, A., Lipietz, A., Singh, A., 2007. The Rise and Fall of the Golden Age. Στο A. S. Marglin & J. Schor (επιμ.) The Golden Age of Capitalism: Reinterpreting the Postwar Experience. Οξφόρδη: Clarendon Press, σ. 39-125.
Kindleberger, C. P., 1967. Europe’s Postwar Growth: The Role of Labour Supply. Κέιμπριτζ, Μασαχουσέτη: Harvard University Press.
Madsen, J. B., 2007. Technology Spillover through Trade and TFP Convergence: 135 Years of Evidence for the OECD Countries. Journal of International Economics, 72, σ. 464-480.
Martens, W., 2008. Europe: I Struggle, I Overcome. Brussels: Springer.
Masouros, P. E., 2013. Corporate Law and Economic Stagnation: How Shareholder Value and Short-Termism Contribute to the Decline of the Western Economies. Χάγη: Eleven International Publishing.
Nye, J. S., Jr., 2016. Will the Liberal Order Survive? The History of an Idea. Foreign Affairs, 96 (1), σ. 10-16.
Olson, M., 1982. The Rise and Decline of Nations: Economic Growth, Stagflation and Social Rigidities. Νιου Χέιβεν, Λονδίνο: Yale University Press.
Rowthorn, B. & Wells, J. R. 1987. De-Industrialization and Foreign Trade. Κέιμπριτζ, Νέα Υόρκη, Νιου Ροσέλ, Μελβούρνη, Σύδνεϋ: Cambridge University Press.
Sachs, J. D. & Warner, A., 1995. Economic Reform and the Process of Global Integration. Brookings Papers on Economic Activity, 26 (1), σ. 1-118.
Skidelsky, R., 2001. Keynes: The Return of the Master. Νέα Υόρκη: Public Affairs.
Singh, A., 1977. UK Industry and the World Economy: A Case of De-Industrialization? Cambridge Journal of Economics, 1(2), σ. 113-136.
Temin, P., 2002. The Golden Age of European Growth Reconsidered. European Review of Economic History, 6 (1), σ. 3-22.
Toniolo, G., 1998. Europe’s Golden Age, 1950-1973: Speculations form a Long-Run Perspective. The Economic History Review, 51 (2), σ. 252-267.
Tsoukalis, L., 2016. In Defence of Europe: Can the European Project Be Saved? Οξφόρδη: Oxford University Press.
Yergin, D., 2008. The Prize: The Epic Quest for Oil, Money & Power. Νέα Υόρκη, Λονδίνο, Τορόντο, Σύδνεϋ: Free Press.
ΓΑΛΛΟΦΩΝΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Delorme, R. & André, C., 1983. L’ État et l' Economie. Un essai d'explication de l'évolution des dépenses publiques en France 1870-1980. Παρίσι: Le Seuil.
Fourastié, J., 1979. Les Trente Glorieuses: Ou la Révolution invisible de 1946 à 1975. Παρίσι: Fayard.
ΕΛΛΗΝΟΦΩΝΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Cohen, D., 2010. Η Ευημερία του Κακού: Μια (Ανήσυχη) Εισαγωγή στην Οικονομία. [Μετάφραση Τ. Γιαννίτσης], Αθήνα: Πόλις.
Τσούκαλης, Λ., 2015. Ποια Ευρώπη; Αθήνα: Ποταμός.
ΓΚΡΙΖΑ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Crafts, N. & Toniolo, G., 2008. European Economic Growth, 1950-2005: An Overview. [έγγραφο συζήτησης υπ’ αριθμόν 6863] Centre for Economic Policy Research. Λονδίνο, Ιούνιος 2008. Διαθέσιμο στη διεύθυνση: http://wrap.warwick.ac.uk/1671/1/WRAP_Crafts_CEPR-DP6863%5B1%5D.pdf [Προσπελάστηκε στις 19 Δεκεμβρίου 2016].
Comments