Η Προσαρμογή Βόρειας και Κεντροανατολικής Ευρώπης Στην Πολιτική Του Νότιου Διαδρόμου Κατά Τις Ενεργειακές Κρίσεις του 2009 και του 2014.
1. ΕΙΣΑΓΩΓΗ
Σκοπός της παρούσας εργασίας είναι η ανίχνευση και η ερμηνεία του βαθμού προσαρμογής στην ενωσιακή στρατηγική του Τέταρτου ή Νοτίου Διαδρόμου, πεμπτουσία των στοχεύσεων της οποίας αποτελεί η εξαγωγή προς Δυσμάς των αποθεμάτων φυσικού αερίου από τη Μέση Ανατολή και την περιοχή της Κασπίας διά της παράκαμψης του ρωσικά ελεγχόμενου δικτύου αγωγών (Τσακίρης 2011: 179∙ Van Aartsen 2009), από τα κράτη-μέλη της Βόρειας και της Κεντροανατολικής Ευρώπης, στον απόηχο της ενεργειακής κρίσης των αρχών του 2009 και μιας επαπειλούμενης διακοπής τροφοδοσίας, το 2014.
Ειδικότερα, εξετάζεται η σταθερή προσήλωση της Γερμανίας και των συν αυτή χωρών –Αυστρία, Ολλανδία, Ηνωμένο Βασίλειο, Γαλλία- στη διοχέτευση ρωσικού φυσικού αερίου στην ΕΕ μέσω της Βαλτικής, όπως διαφαίνεται από τα μετοχικά μερίδια κορυφαίων ενεργειακών εταιρειών τους στις υπό την Gazprom κοινοπραξίες της πρώτης και της δεύτερης γραμμής του Nord Stream, ακόμη και κατά τις προαναφερθείσες περιόδους. Στον αντίποδα, μελετάται η προσκόλληση των κυβερνήσεων της Κεντροανατολικής Ευρώπης στη ρητορική περί διαφοροποίησης παρόχων, πηγών και διαδρομών, με σκοπό την ενδοκοινοτική προάσπιση του υγιούς ανταγωνισμού, όπως αυτή θεσμοθετήθηκε από το Τρίτο Ενεργειακό Πακέτο και το Πακέτο για την Ενεργειακή Ένωση, την επαύριον των ενεργειακών κρίσεων.
Μέσα από την παραπάνω αντιπαραβολή, επιχειρείται να αποδειχθεί πως η ενέργεια συγκαταλέγεται σε εκείνους τους τομείς πολιτικής όπου «η ενοποίηση δεν επιτυγχάνεται ενιαία στο σύνολο των μελών της ΕΕ εξαιτίας αποκλινόντων εθνικών συμφερόντων» (Saurugger 2014). Έτσι, επελέγησαν ως περιπτωσιολογικές μελέτες δύο κοντινές χρονικά ενεργειακές κρίσεις, καθ’ ότι ο «εξευρωπαϊσμός», ως έννοια με πρακτική διάσταση που συνοψίζει το αποτέλεσμα της εγχώριας αλλαγής κατόπιν διαδικασιών πειθούς, διαπραγμάτευσης και, συχνά, εξαναγκασμού (Crouch 2013: 131), έως ότου η ευρωπαϊκή πολιτική και οικονομική νόρμα ενσωματωθεί στην οργανωτική λογική των εθνικών πολιτικών (Ladrech 1994), δύσκολα ερευνάται υπό συνθήκες ομαλότητας λόγω μεθοδολογικών προβλημάτων (Exadaktylos & Radaelli 2012: 64). Τούτο, διότι οι κρίσεις, ως καταστάσεις που ανατρέπουν τις επείγουσες επιδιώξεις της μονάδας λήψης αποφάσεων, ενέχοντας σε μεγάλο βαθμό το στοιχείο του αιφνιδιασμού (Boin et al. 2005∙ Herman 1969), ενδέχεται να οδηγήσουν σε εντονότερη πολιτικοποίηση και αντίσταση στην αφομοίωση κοινοτικών κανόνων.
Επιπρόσθετα, ειδική αναφορά προορίζεται στο ρόλο της Επιτροπής, η οποία, μολονότι ενίσχυσε το κανονιστικό πλαίσιο τόσο το 2009 όσο και το 2014, εξελίχθηκε σε αδύναμο θεσμικό παίκτη, αποκαλύπτοντας τον ευθύ επηρεασμό της από το βορειοευρωπαϊκό μπλοκ, με αποφάσεις όπως η παραχώρηση του μονοπωλίου διαχείρισης του OPAL στη Gazprom. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, απέτυχε να διαμορφώσει ένα περιβάλλον εξάρτησης για τα κράτη-μέλη εκ της θεσμικής της θέσεως, ενώ, αντιθέτως, ευνόησε τη διάσπαση της ΕΕ σε άτυπα μέτωπα ενεργειακών συμμαχιών, κάποια εκ των οποίων είναι σε θέση να κατευθύνουν έμμεσα την κατάρτιση των τελικώς υιοθετούμενων αρχών που θα διέπουν τις διακρατικές αλληλεπιδράσεις.
2. Η ΚΡΙΣΗ ΤΟΥ 2009 ΚΑΙ ΤΟ ΣΧΕΔΙΟ NABUCCO: ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ ΑΝΤΙΘΕΣΗ ΣΕ ΜΙΑ ΚΕΝΤΡΟΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑ
Η διάρρηξη των ρωσοουκρανικών σχέσεων στον τομέα του αερίου, με αιχμή το διογκούμενο χρέος της Naftogaz προς την Gazprom, θα προκαλέσει την κατά 10-35% μείωση των ρωσικών εξαγωγών σε ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες το πρώτο τριήμερο του 2006, επιτείνοντας τη δομική αποσταθεροποίηση του ουκρανικού διαδρόμου διαμετακόμισης, έως και το Δεκέμβριο του 2008 (Τσακίρης 2011: 95). Η αδυναμία της ουκρανικής πλευράς να εκμεταλλευτεί την ευνοϊκή τιμή του τουρκμενικού αερίου, η ρωσική βλέψη για αύξηση της τιμής του εγχώριου αερίου μέχρι το 2011, αλλά και η πολιτική βαρύτητα του εν λόγω καυσίμου για τα δύο μέρη, οδηγούν βαθμιαία στην κρίση του Ιανουαρίου του 2009, οπότε η Gazprom θα διακόψει εκ νέου την παροχή αερίου προς την Ουκρανία, με την Ευρώπη να αναδεικνύεται ακόμη μια φορά στον μόνο χαμένο από τις εξελίξεις, αφού, ως τις 14 Ιανουαρίου, πολλές βιομηχανίες της αδυνατούσαν να λειτουργήσουν ομαλά, συνεπεία του ενεργειακού ελλείμματος (Βουλγαράκης & Γραμματικάκης 2016).
Το ανωτέρω κλίμα αστάθειας ανακινεί, ήδη από το 2007, το διάλογο στους κόλπους της Επιτροπής αναφορικά με τη διαφοροποίηση και την ασφάλεια του εφοδιασμού εντός μιας κοινής ευρωπαϊκής αγοράς ενέργειας, με επίκεντρο «την υψηλή προτεραιότητα ανάπτυξης ενός νότιου διαμετακομιστικού διαδρόμου για την κάλυψη των μελλοντικών ενεργειακών αναγκών της ΕΕ από τα αποθέματα της Κασπίας Θάλασσας και της Μέσης Ανατολής» (Commission 2008). Το σχετικό Τρίτο Ενεργειακό Πακέτο θα υιοθετηθεί από το Ευρωκοινοβούλιο και το Συμβούλιο τον Ιούλιο του 2009, με στόχο τη βελτιστοποίηση των κανόνων στην ενιαία αγορά φυσικού αερίου.
Εναρμονιζόμενες άμεσα με το νεοπαγές δόγμα της ενιαίας και πολλαπλώς τροφοδοτούμενης ενεργειακής αγοράς, η τότε προεδρεύουσα στο Συμβούλιο Τσεχία, από κοινού με τις Ουγγαρία και Πολωνία, διαμορφώνουν, στο συνέδριο της Βουδαπέστης, στις 26-27 Ιανουαρίου 2009, που διοργάνωσαν για λογαριασμό της κοινοπραξίας του σχεδίου, την εντύπωση του «κατεπείγοντος» σχετικά με τη χρηματοδότηση του Nabucco (Τσακίρης 2011: 215), ενός εκ των τριών αγωγών στρατηγικής σημασίας για το πρόγραμμα των διευρωπαϊκών δικτύων ενέργειας, προς ενίσχυση του Νοτίου Διαδρόμου (Van Aartsen 2009). Η επιμονή των παραπάνω κρατών-μελών στην προώθηση του συγκεκριμένου έργου προκύπτει έπειτα από τη συνειδητοποίηση της σημαντικής συμβατότητας των ευρωπαϊκών επιταγών στους σχεδιασμούς των επιμέρους εθνικών ενεργειακών πολιτικών τους, με αποτέλεσμα ο εξευρωπαϊσμός, δηλαδή η προσαρμογή των επιταγών αυτών στο εθνικό επίπεδο, να πραγματοποιείται με μεγαλύτερη ευχέρεια, βάσει της λογικής της καταλληλότητας (Risse et al. 2001: 6).
Η αναγωγή της αναγκαιότητας απεξάρτησης από το ρωσικό αέριο σε εθνικά συμφέρουσα, για γεωπολιτικούς λόγους, επιλογή από τις κεντροανατολικοευρωπαϊκές ηγεσίες υποκίνησε την ταχεία ευθυγράμμισή τους με τις διατάξεις του Τρίτου Ενεργειακού Πακέτου, όπως αυτή αποτυπώθηκε στην εκδήλωση ενδιαφέροντος για τη συμπερίληψη τους στο Nabucco, χάριν ενδυνάμωσης της ενεργειακής τους ασφάλειας. Εξάλλου, στη δεδομένη γεωγραφική περιοχή, η «επιστροφή στην Ευρώπη», μέσω της εισδοχής στις δυτικές πολιτικές, οικονομικές και στρατιωτικές δομές, αποτελούσε, ύστερα από την απεμπλοκή από το κομμουνιστικό σύστημα, πρωταρχική εθνική στρατηγική, μεταξύ άλλων και στον ενεργειακό τομέα (De Waele & Paczesniak 2012: 135). Μάλιστα, η υποχρέωση των Κεντροευρωπαίων να υπομείνουν επί μακρόν το καθεστώς της υποψήφιας προς ένταξη χώρας, τους εξοικείωσε με μια μορφή «εξευρωπαϊσμού εν αναμονή» (Agh 2015), δηλαδή με μιαν ασύμμετρη διαδικασία κάθετου εξευρωπαϊσμού, κατά την οποία αναγκάζονταν να υιοθετούν αναντίρρητα τις ενωσιακές απαιτήσεις εν είδει «πακέτων συμφωνιών» (Grabbe 2006: 2). Ως εκ τούτου, η ένθερμη υποστήριξη προς την πολιτική του Νοτίου Διαδρόμου δεν πρέπει να ξενίζει, καθώς τα πολιτικά συστήματα της Κεντροανατολικής Ευρώπης είχαν αφοσιωθεί στην ευρωπαϊκή ενοποίηση πολύ πριν την οριστική κατάκτηση της ευρωπαϊκής ταυτότητας (Enyedi 2007).
Εντούτοις, η πίεση των ανατολικοευρωπαϊκών μελών υπέρ της χρηματοδοτικής στήριξης του Nabucco, ακόμη και απευθείας από τον κοινοτικό προϋπολογισμό, όπως είχε προταθεί από τον τότε Ούγγρο πρωθυπουργό Φέρεντς Γκιουρτσάνι, σύντομα προσέκρουσε σε μια εμφατική ένσταση διά στόματος Άγκελα Μέρκελ, το Μάρτιο του 2009, παρά τον έλεγχο του 16% των μετοχών της κοινοπραξίας από τη γερμανική ενεργειακή εταιρεία RWE. Εν τέλει, το έργο συμπεριελήφθη μεν στο Ευρωπαϊκό Ενεργειακό Πρόγραμμα Ανάκαμψης, όπου οι Γερμανοί ήταν επιφορτισμένοι με το κύριο βάρος της χρηματοδότησης, αλλά έλαβε μόλις 200 εκατομμύρια ευρώ έναντι συνολικού κόστους 7.9 δισεκατομμυρίων, δίχως περαιτέρω επισημάνσεις ενδεχόμενων πλεονεκτημάτων του έναντι ανταγωνιστικών αγωγών (Τσακίρης 2011: 216). Ως επακόλουθο, μετά και την προτίμηση στον TAP από το κονσόρτσιουμ του Σαχ Ντενίζ, το 2013, για τη μεταφορά 10 ΔΚΜ αερίου κατ’ έτος στην ιταλική αγορά, μέσω Ελλάδας και Αλβανίας, η κατασκευή του Nabucco έχει παγώσει επ’ αόριστον, με το μέλλον του να τίθεται πλέον εν αμφιβόλω.
Η έμπρακτη υποβάθμιση της ρητορικής της διαφοροποίησης εκ μέρους της Γερμανίας καθιστά φανερή την ακαταλληλότητά της εν σχέσει με εθνικώς διακυβευόμενα συμφέροντα, βάσει του δεύτερου σταδίου του υποδείγματος του κάθετου εξευρωπαϊσμού (Risse et al. 2001: 224). Στο ερευνώμενο παράδειγμα, η αντίθεση στην ταύτιση με τη θεσμοθετηθείσα ευρωπαϊκή πολιτική μπορεί, εν πρώτοις, να αποδοθεί στον παράγοντα του εθνικού χρόνου, «μιας μεσολαβούσας μεταβλητής σε καιρούς κρίσεων» (Saurugger 2014), καθώς, ως το Σεπτέμβριο του 2009, η Γερμανία βρισκόταν εν μέσω προεκλογικής εκστρατείας. Συνεπώς, μια υπερβολική δαπάνη για το Nabucco από τη συνεισφορά των Γερμανών φορολογουμένων στο πλαίσιο του Ε.Ε.Π.Α., θα μπορούσε να επηρεάσει το εκλογικό αποτέλεσμα εις βάρος του μέχρι πρότινος κυβερνώντος συνασπισμού Χριστιανοδημοκρατών-Χριστιανοκοινωνιστών. Ωστόσο, η ουσιαστικότερη αιτία της γερμανικής επιφυλακτικότητας απέναντι στο Νότιο Διάδρομο πηγαίνει πολύ πιο πίσω. Ο αδήριτος χαρακτήρας της στροφής σε εναλλακτικές πηγές ενέργειας, ως απόρροια των πετρελαϊκών κρίσεων της δεκαετίας του ’70, ώθησε τους Γερμανούς να αξιοποιήσουν τη γεωγραφική τους εγγύτητα με την ΕΣΣΔ για την ενεργειακή τους εξασφάλιση σε περίπτωση νέας απογείωσης των τιμών του μαύρου χρυσού (Goldman 2008: 137). Η γερμανική εξάρτηση από το ρωσικό φυσικό αέριο έφτασε στο αποκορύφωμά της το 2005, με τη δρομολόγηση της κατασκευής του Nord Stream, από το Λένινγκραντ προς το Γκράιφσβαλντ μέσω της Βαλτικής, από τον Γκέρχαρντ Σρέντερ, ο οποίος, μετά την απόσυρσή του από την καγκελαρία, προεδρεύει στο υπό την Gazprom κονσόρτσιουμ του αγωγού (Goldman 2008: 157).
Η εμπειρία του Nabucco αναδεικνύει την τάση των ευρωπαϊκών θεσμικών δρώντων, εν προκειμένω της Επιτροπής, ως συντονίστριας, από κοινού με την τσεχική προεδρία, των ενδοκοινοτικών διαβουλεύσεων για τη διαχείριση των κονδυλίων του Ε.Ε.Π.Α., «να περιστρέφουν την ευρωπαϊκή ενοποίηση γύρω από γερμανικές πολιτικές προτιμήσεις» (Hertner & Sloam 2012: 36). Η πλημμελής αντιμετώπιση ενός στρατηγικού έργου για την αναβάθμιση του Νοτίου Διαδρόμου, δηλαδή η αναπροσαρμογή του Τρίτου Ενεργειακού Πακέτου κατά τις γερμανικές υποδείξεις, μετατρέπει αυτομάτως τον ευρωπαϊκό κανόνα από ανεξάρτητη σε εξαρτημένη μεταβλητή, βάσει του μοντέλου του κυκλικού εξευρωπαϊσμού (Saurugger 2014). Επιπροσθέτως, φέρνει στην επιφάνεια μια μάλλον νεορεαλιστικών καταβολών αντίληψη εκ μέρους των Γερμανών, η παρείσφρηση των οποίων προς την κατεύθυνση της επαναδιαπραγμάτευσης της κοινώς συμφωνηθείσας αρχής της διαφοροποίησης υποδηλώνει την έλλειψη εμπιστοσύνης τους στο πολυπολικό σύστημα της ΕΕ (Krupnick 1996).
3. Η ΚΡΙΣΗ ΤΟΥ 2014 ΚΑΙ ΤΟ ΣΧΕΔΙΟ NORD STREAM 2: ΚΕΝΤΡΟΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΑΝΤΙΘΕΣΗ ΣΕ ΜΙΑ ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ ΠΡΩΤΟΒΟΥΛΙΑ
Το 2014, η Gazprom ανακοινώνει μιαν αύξηση ύψους 30% στην τιμή του προοριζόμενου για την Ουκρανία φυσικού αερίου, απειλώντας με εκ νέου κλείσιμο της στρόφιγγας, εάν το μαλακό υπογάστριο της Ρωσίας δεν προέβαινε σε ρύθμιση του σωρευμένου χρέους του στην εταιρία. Η λειτουργία του ρωσικού κρατικού ενεργειακού κολοσσού ως μοχλού πίεσης προς την ουκρανική πλευρά, με στόχο την παγίωση των αυτονομιστικών τάσεων στα ανατολικά σύνορά της, θέτει για δεύτερη φορά, μετά το 2009, σε κίνδυνο τον ευρύτερο ευρωπαϊκό εφοδιασμό (Βουλγαράκης & Γραμματικάκης 2016).
Εν μέσω μιας επαπειλούμενης κρίσης τροφοδοσίας, η Επιτροπή προχωρεί, το Φεβρουάριο του 2015, στη θεσμοθέτηση του Πακέτου για την Ενεργειακή Ένωση, που επεκτείνει τη Στρατηγική Ενεργειακής Ασφάλειας του 2014, καλώντας τους σχεδιαστές πολιτικής, τόσο σε εθνικό όσο και σε ευρωπαϊκό επίπεδο, να διασαφηνίσουν στους Ευρωπαίους πολίτες τις σχετιζόμενες με την απεξάρτηση από συγκεκριμένους ενεργειακούς παρόχους επιλογές, όπως η ολοκλήρωση της κοινής ενεργειακής αγοράς, η διαφάνεια και η ανάπτυξη δεσμών εμπιστοσύνης και αλληλεγγύης μεταξύ των κρατών-μελών και, φυσικά, η εντατικοποίηση των προσπαθειών εισαγωγής αερίου από την Κεντρική Ασία διαμέσου του Νοτίου Διαδρόμου (Commission 2015a). Σημειώνεται η έμφαση που δίνεται στο κοινοτικό κείμενο στη σπουδαιότητα της Ουκρανίας ως διαμετακομιστικού κόμβου για την ενεργειακή προμήθεια της Ευρώπης. Μάλιστα, η παραπάνω στρατηγική θα αποτελέσει τον πυρήνα του μνημονίου του Ντουμπρόβνικ για μια κοινή αγορά ενέργειας, που υπογράφεται τον Ιούλιο του 2015 μεταξύ κρατών-μελών της Κεντροανατολικής και Νοτιοανατολικής Ευρώπης, και στο οποίο ορίζεται ρητά η υποχρέωση κάθε συμβαλλομένου να τροφοδοτείται από τουλάχιστον τρεις διαφορετικές πηγές (Commission 2015b).
Κατά τα φαινόμενα, το ανανεωμένο θεσμικό οπλοστάσιο απέκλινε σημαντικά, όπως συνέβη και το 2009, από τις γερμανικές βλέψεις, κι έτσι η προσπάθεια της Ευρώπης να επηρεάσει κανονιστικά σύσσωμα τα κράτη-μέλη, σύμφωνα με το μοντέλο του κάθετου εξευρωπαϊσμού, απέβη και πάλι άκαρπη. Η συζήτηση για την κατασκευή της δεύτερης γραμμής του Nord Stream αναζωπυρώνεται, μεταξύ 2015-2016, με πρωτοβουλία των Γερμανίας, Αυστρίας, Ολλανδίας, Ηνωμένου Βασιλείου και Γαλλίας, εξέχουσες ενεργειακές εταιρείες των οποίων κατείχαν μετοχικά μερίδια στην κοινοπραξία του αγωγού, παρά το γεγονός ότι η Gazprom εμπίπτει, βάσει της επίσημης πλέον κοινοτικής ορολογίας, στην κατηγορία του καταχραστή δεσπόζουσας θέσης και του παράγοντα στρέβλωσης του ανταγωνισμού στην ευρωπαϊκή αγορά.
Η γερμανική απόρριψη των ενωσιακών νορμών μπορεί να αποδοθεί στην αντιμετώπιση της νέας συνέργειας με την Gazprom από το Βερολίνο, με πολιτικά και όχι οικονομικά κριτήρια. Παρά τις εκπεφρασμένες αντιρρήσεις Πρασίνων αλλά και πολλών χριστιανοδημοκρατών βουλευτών από τη συντηρητική παράταξη της Μέρκελ, η Γερμανίδα καγκελάριος τάχθηκε τελικά υπέρ του Nord Stream 2, συμπλέοντας με τον κυβερνητικό της εταίρο, τους Σοσιαλδημοκράτες, σε επανάληψη της κυβερνητικής σύμπραξης με τους οποίους προσβλέπει μετά την εκλογική αναμέτρηση του Σεπτεμβρίου του 2017 (Dempsey 2016). Εννοείται πως οι τελευταίοι, τελώντας ακόμη, παρά την αλλαγή ηγεσίας τους, υπό την επιρροή Σρέντερ, υποστηρίζουν αναφανδόν το σχέδιο. Άρα, τόσο το στοιχείο του εγχώριου χρόνου, εν προκειμένω των επικείμενων εκλογών, που, σε περιόδους κρίσεων, καθορίζει την ανταπόκριση των πολιτικών συστημάτων, επισπεύδοντας τις διαδικασίες λήψης αποφάσεων (Goetz & Meyer-Sahling 2009), όσο και αυτό της υψηλής πολιτικοποίησης, η οποία δυσχεραίνει την εφαρμογή έξωθεν υποβαλλόμενων κανονιστικών πλαισίων (Pierson 1993), εντοπίζονται στη γερμανική αντίδραση. Ακόμη, η περιγραφείσα κατάσταση πολιτικού κατακερματισμού οφείλεται στο γεγονός ότι η μετάβαση σε ένα πεντακομματικό σύστημα εντός Γερμανίας, από τις αρχές του 21ου αιώνα, ενέτεινε την υπό προϋποθέσεις (conditionality) συναίνεση σε πολιτικές της ΕΕ (Hertner & Sloam 2012: 35-36). Γι’ αυτό το λόγο, διαπιστώνεται ο εξευρωπαϊσμός μεμονωμένων κομμάτων, αντί του πολιτικού συστήματος εν συνόλω (Kulahci 2012: 2).
Από την άλλη, η αντίστροφη πορεία της εκπόρευσης της ανάπτυξης του κομματικού συστήματος από τις πολιτικές προϋποθέσεις της ΕΕ, που παραδοσιακά παρατηρείται στο χώρο της Κεντροανατολικής Ευρώπης (Ladrech 2010: 140), αντανακλάται στη διακομματική δέσμευση εναντίωσης εντός των τεσσάρων του Βίσεγκραντ και των Κροατίας, Λιθουανίας, Λετονίας, Εσθονίας και Ρουμανίας στο Nord Stream 2. Με άρθρο του στους Financial Times, ο Πολωνός αναπληρωτής ΥΠΕΞ επί των ευρωπαϊκών υποθέσεων, Κόνραντ Ζιμάνσκι, υπογράμμιζε, στα τέλη του 2016, την αποφασιστικότητα των χωρών αυτών να υπερασπιστούν την ευρωπαϊκή αλληλεγγύη και το εγχείρημα της Ενεργειακής Ένωσης, ενώ επέρριπτε ευθύνες στην Κομισιόν λόγω της αμφιλεγόμενης στάσης της να παρέχει οικονομική βοήθεια στην Ουκρανία, να διατηρεί σε ισχύ το καθεστώς των κυρώσεων έναντι της Μόσχας, να εισηγείται μια ενιαία αγορά ενέργειας και, συγχρόνως, να συνεργάζεται με την Gazprom για το Nord Stream 2, αγωγό που παρακάμπτει την ουκρανική οδό, απειλώντας με προσφυγή εναντίον της στο ΔΕΕ, εάν εκείνη δεν προβεί σε πάγωμα του έργου, ή, τουλάχιστον, αν δεν επεξεργαστεί τρόπους μείωσης των επιπτώσεών του στην ευρωπαϊκή αγορά αερίου (Szymanski 2016). Ως εκ τούτου, η Κεντροανατολική Ευρώπη όχι μόνο αντιλαμβάνεται ως συμβατό στις εθνικά τιθέμενες επιδιώξεις της και υιοθετεί ανενδοίαστα τον ευρωπαϊκό κανόνα, βάσει του κάθετου εξευρωπαϊσμού, αλλά φτάνει στο σημείο, ενδυόμενη το νεολειτουργιστικό μανδύα, να συνετίζει την ίδια την πηγή των κανονιστικών προτύπων, την Επιτροπή, προκειμένου εκείνη να αρθεί στο ύψος των περιστάσεων και να κινητοποιήσει την ενοποίηση με την ανεξαιρέτως καθιέρωση σε όλα τα κράτη-μέλη μιας ευρωπαϊκού χαρακτήρα πολιτικής (Moravcsik 2005).
Βεβαίως, τα κίνητρα της κεντροανατολικής συμπεριφοράς ποικίλουν και δεν περιορίζονται απλώς στην απόπειρα πανευρωπαϊκής καθολίκευσης μιας αντιρωσικής στάσης με αιχμή το ουκρανικό ζήτημα. Ήδη από την εποχή της κατασκευής της πρώτης γραμμής του Nord Stream, η Εσθονία αρνούταν πεισματικά επί ενάμιση χρόνο να διαθέσει την ΑΟΖ της στη Βαλτική για έρευνα από τις εταιρείες του κονσόρτσιουμ, ενώ οι Πολωνοί συνέδεαν το έργο με μια ρωσογερμανική συνωμοσία εις βάρος τους και μόνο μετά την πρωθυπουργοποίηση του Ντόναλντ Τουσκ, το 2007, και την υπόσχεση της Μέρκελ για εκτροπή αερίου από τον αγωγό προς τη γείτονα χώρα, ελαττώθηκε ο φόβος τους για τον αντίκτυπο του έργου (Goldman 2008: 159). Ωστόσο, σήμερα, μετά την αναρρίχηση της πασιφανώς αντιευρωπαϊκών φρονημάτων κυβέρνησης του ακροδεξιού κόμματος του Νόμου και της Δικαιοσύνης στην πολωνική εξουσία, η προάσπιση του Νοτίου Διαδρόμου δεν επεξηγείται πια από τη ζέση της ενσωμάτωσης στις δυτικές δομές για την απόκτηση κομματικού κύρους, όπως το διάστημα πριν και αμέσως μετά την ευρωπαϊκή ένταξη (De Waele & Paczesniak 2012: 137). Τουναντίον, η βασική αιτιολογία της πολωνικής ένστασης έγκειται στην απώλεια των πολύτιμων τελών μεταφοράς ρωσικού αερίου από την επικράτειά της προς τη Δυτική Ευρώπη, εφ’ όσον ο Nord Stream 2 παρακάμπτει, πλην της ουκρανικής, και την πολωνική οδό (Dempsey 2016).
4. Ο ΡΟΛΟΣ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ: Η ΕΠΙΔΡΑΣΗ ΑΠΟ ΤΟΥΣ ΒΟΡΕΙΟΕΥΡΩΠΑΙΟΥΣ ΚΑΙ Η ΡΗΞΗ ΜΕ ΤΟ ΚΕΝΤΡΟΑΝΑΤΟΛΙΚΟ ΜΠΛΟΚ
Παρά τις πολωνικές προειδοποιήσεις, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, αποκλίνοντας από το θεσμικό περιβάλλον που η ίδια οριοθέτησε, μεταβιβάζει, τον Οκτώβριο του 2016, το μονοπώλιο χρήσης (80%) του OPAL, ενός από τους δύο αγωγούς-απολήξεις του Nord Stream στο γερμανικό έδαφος, στην Gazprom, τροποποιώντας ουσιαστικά μια γερμανική πρόταση του Μαΐου του ίδιου έτους, με την οποία ζητείτο η παραχώρηση πλήρους πρόσβασης στον αγωγό στη ρωσική ενεργειακή ναυαρχίδα (Reuters 2016). Προφανώς, τόσο η υψηλή πολιτικοποίηση και προβολή του ζητήματος στη Γερμανία όσο και τα στενά χρονικά περιθώρια έως τις εθνικές εκλογές του 2017, συνέτειναν στην αναπροσαρμογή και επαναδιαπραγμάτευση του ευρωπαϊκού κανόνα βάσει της εθνικής προτεραιότητας ενίσχυσης του Βορείου έναντι του Νοτίου Διαδρόμου, που για την Ευρώπη συνεπάγεται αδυναμία απεξάρτησης από τα ρωσικά ενεργειακά αποθέματα.
Επομένως, συμπεραίνεται ότι, με αφορμή την επαπειλούμενη κρίση τροφοδοσίας του 2014, το κλασσικό κάθετο μοντέλο ανετράπη κατά τέτοιο τρόπο, ώστε, σύμφωνα με την προσέγγιση του κυκλικού εξευρωπαϊσμού, η ευρωπαϊκή νόρμα να εξελιχθεί, από ανεξάρτητη, σε εξαρτημένη μεταβλητή στο όνομα της εξυπηρέτησης εθνικών στόχων (Exadaktylos & Radaelli 2012: 129), με αποτέλεσμα η διαδικασία του εξευρωπαϊσμού να διαταράσσεται από σειρά αλληλεπιδράσεων σε διεθνές και περιφερειακό επίπεδο (Dyson 2002: 346), όπως, στο αναλυόμενο παράδειγμα, οι στρατηγικές επαφές ενός κράτους-μέλους με μια τρίτη χώρα στο ενεργειακό πεδίο. Επιπλέον, επιβεβαιώνεται ότι τα κράτη-μέλη που σημειώνουν υψηλότερους ρυθμούς οικονομικής μεγέθυνσης είναι πιθανότερο να δρουν ως ρυθμιστές της ταχύτητας και σχεδιαστές πολιτικής στην Ευρώπη, διότι διαθέτουν αυστηρούς κανονισμούς, ισχυρά κίνητρα, καθώς και τους απαραίτητους πόρους να προωθήσουν (upload) τα δύο τελευταία στην ενωσιακή τάξη πραγμάτων, τη στιγμή που τα λιγότερο οικονομικά προηγμένα μέλη εμφανίζονται επιρρεπέστερα στην παγίδευση στα προσκόμματα που η πρώτη κατηγορία χωρών παρεμβάλλει (Borzel 2002).
Θέλοντας να καταρρίψουν το στερεότυπο του λιγότερο ευνοημένου παίκτη εκ της οικονομικής τους θέσης, οι Πολωνοί, ως εκπρόσωποι του κεντροανατολικού μετώπου, έκαναν πράξη την απειλή τους. Τον Οκτώβριο του 2016, η κρατική εταιρεία πετρελαίου και φυσικού αερίου της Πολωνίας, η PGNiG, ανακοίνωσε την πρόθεσή της να ασκήσει αγωγή κατά της Επιτροπής και του γερμανικού ρυθμιστικού γραφείου για θέματα ενέργειας (Bundesnetzagentur) σχετικά με την απόφασή τους για τον OPAL, «η οποία συνιστά απειλή για τη σταθερότητα της τροφοδοσίας αερίου στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη» (PGNiG 2016). Μερικούς μήνες αργότερα, το πολωνικό κράτος θα εφεσιβάλει την ίδια απόφαση στον Ευρωπαϊκό Δικαστήριο (EurΑctiv 2016). Η αμηχανία της Κομισιόν απέναντι στην ανοιχτή αμφισβήτηση μιας νομικής της πράξης διαφάνηκε στην ελλιπή επιχειρηματολογία που προέταξε ο αντιπρόεδρός της και υπεύθυνος για την υλοποίηση της Ενεργειακής Ένωσης, Μάρος Σέφκοβιτς, κληθείς να σχολιάσει τις εξελίξεις, τονίζοντας ότι «δεν αξίζει να περιορίζεται η κρίσιμη συζήτηση περί ενεργειακής ασφάλειας σε έναν αγωγό χωρητικότητας μόλις 35 ΔΚΜ» (Tatra Summit 2016).
Κατ’ ακολουθίαν, συνάγεται ότι η Επιτροπή, αν και δημιουργός η ίδια των ρυθμιστικών μέτρων, αδυνατεί να καλλιεργήσει δεσμούς εξάρτησης μεταξύ των κρατών-μελών εντός ενός συνεκτικού θεσμικού πλέγματος, όπως θα το έθεταν οι θεωρητικοί του νεοθεσμισμού. Δεν είναι, δηλαδή, σε θέση να διαμορφώσει για τις χώρες της ΕΕ ένα «μονοπάτι εξάρτησης, από το οποίο θα δυσκολευτούν να αποκλίνουν» (Pierson 2000). Απεναντίας, μεμονωμένα κράτη μετατοπίζουν την έμφαση από το διεθνή οργανισμό στους εαυτούς τους, εκμεταλλευόμενα, βάσει των αρχών του νεοφιλελεύθερου θεσμισμού, το πλαίσιο συνεργασίας εντός των ευρωπαϊκών θεσμών ως όχημα για την επίλυση των δικών τους εσωτερικών προβλημάτων, όπως κατά κόρον συνέβη στην περίπτωση της Κεντροανατολικής Ευρώπης (Grieco & Ikenberry 2003: 116).
Η διαίρεση της ΕΕ σε δύο αντιμαχόμενα γεωγραφικά μέτωπα στον ενεργειακό τομέα αντανακλά την τάση χρησιμοποίησης των κανονιστικών διατάξεων κατά το δοκούν, με σκοπό την ηγεμόνευση επί των μελλοντικών διακρατικών αλληλεπιδράσεων από τα ίδια τα κράτη (Young 1991). Αυτό, άλλωστε, δείχνει, σε τελική ανάλυση, η κατόπιν γερμανικών υποδείξεων κοινοτική απόφαση για τον OPAL και η παρεπόμενη έφεσή της από την πολωνική πλευρά, με πρόσχημα την προάσπιση της Ενεργειακής Ένωσης και του ανταγωνισμού στην ενιαία αγορά, παραβλέποντας την κατ’ επανάληψη απαίτηση από μέρους της ίδιας και του συνόλου της Κεντροανατολικής Ευρώπης για προσαρμογή στα μέτρα τους άλλων ευρωπαϊκών πολιτικών, όπως η στρατηγική μείωσης των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα ή, εκτός της περιοχής της ενέργειας, το σχέδιο των ποσοστώσεων προσφύγων και μεταναστών στην επικράτεια της ΕΕ.
Η ροπή της Επιτροπής στην καθοδήγησή της από οικονομικά πιο εύρωστες χώρες, ως προς τη συγκρότηση των κανόνων, ενδυναμώνει το αίσθημα της μη ισότιμης αντιμετώπισης που βιώνουν τα υπόλοιπα μέλη και επιτείνει την ανικανότητά της να τιθασεύει και να συμβιβάζει ετερόκλητες ενεργειακές στρατηγικές υπό μια θεσμική σκέπη σε περιόδους κρίσεων εφοδιασμού. Έτσι, ο κατακερματισμός μεταξύ των κρατών-μελών υπερτερεί και η ομαλή εξέλιξη του εξευρωπαϊσμού υπονομεύεται, αν και, λόγω των κρίσεων, θα μπορούσε να επιταχυνθεί. Εξάλλου, λαμβάνοντας υπ’ όψη τη «μεγάλη εννοιολογική έκταση» αναφορικά με τη σύλληψη του εξευρωπαϊσμού (Radaelli 2000), η πολυεπίπεδη φύση των διεργασιών διαπραγμάτευσης και χειραγώγησης έως την προσαρμογή ή την απόρριψη της πολιτικής του Νοτίου Διαδρόμου, όπου εμπλέκονται παράγοντες από την ΕΕ, το εσωτερικό των κρατών-μελών και τρίτες χώρες, παρακωλύει τη μονομερή επικράτηση της Επιτροπής σε μια πορεία κάθετης μεταβίβασης (downloading) των ευρωπαϊκών νορμών στο εθνικό επίπεδο.
5. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ
Συγκεφαλαιωτικά, κατόπιν εξέτασης της προσαρμογής στην πολιτική του Νοτίου Διαδρόμου με φόντο τις ενεργειακές κρίσεις των ετών 2009 και 2014, συμπεραίνεται ότι η ευθραυστότητα του ευρωπαϊκού εγχειρήματος καθίσταται εναργέστερη σε καιρούς κρίσης (Tsoukalis 2016: 3). Οσάκις η Gazprom έκλεινε ή απειλούσε να κλείσει τις στρόφιγγες, η ΕΕ έβρισκε το εσωτερικό της διχασμένο σε δύο γεωγραφικά μπλοκ, τα οποία, σύμφωνα με τη λογική της καταλληλότητας, υιοθετούσαν ή απέρριπταν, ανάλογα με τις εθνικές πεποιθήσεις τους, την ευρωπαϊκή ρητορική της διαφοροποίησης πηγών, παρόχων και διαδρομών για την προστασία του ενδοκοινοτικού ανταγωνισμού από μονοπωλιακές πρακτικές και την προαγωγή της ενεργειακής ασφάλειας σε κάθε κράτος-μέλος.
Ενδεικτικά, η μεν Βόρεια Ευρώπη, με επικεφαλής τη Γερμανία, τείνει να μεριμνά για εγχώρια τιθέμενους στόχους, όπως η περιστολή των κοινοτικών δαπανών για την ικανοποίηση του εκλογικού σώματος, στην περίπτωση του Nabucco, καθώς και η πολιτική κατευνασμού των σοσιαλδημοκρατών κυβερνητικών εταίρων μέσω της προσκόλλησης στη διαχρονική πολιτική στρατηγικών συμπράξεων με την Gazprom, στην περίπτωση του Nord Stream 2 και της απόφασης για τον OPAL, οδεύουσα στη νεορεαλιστική οδό της ελλιπούς εμπιστοσύνης προς τη συντονιστική δυναμική της ΕΕ ως διεθνούς οργανισμού. Στον αντίποδα, η Κεντροανατολική Ευρώπη, με χαρακτηριστικότερο δείγμα την Πολωνία, επέλεξε την προσαρμογή στο πλαίσιο του Νοτίου Διαδρόμου, όπως απέδειξε η κεντροευρωπαϊκή πρωτοβουλία αναφορικά με τη συμπερίληψη του Nabucco στο Ε.Ε.Π.Α. και η απειλή προσφυγής κατά της Επιτροπής με αφορμή το Nord Stream 2, εφ’ όσον το έργο, που παρέκαμπτε τόσο την ουκρανική όσο και την πολωνική δίοδο, στερούσε από τους Πολωνούς τα πολύτιμα τέλη μεταφοράς ρωσικού φυσικού αερίου στην ΕΕ, διαχειριζόμενη ουσιαστικά το θεσμικό πλαίσιο προς εξυπηρέτηση των εσωτερικών της προβλημάτων.
Έτσι, παρ’ όλο που θα μπορούσε να συμβεί το αντίθετο, και προς επίρρωση των υποθέσεων τις παρούσας εργασίας, μπορεί να υποστηριχθεί ότι οι κρίσεις στενεύουν τα χρονικά περιθώρια λήψης αποφάσεων, καθιστούν τα προβλήματα περισσότερο αισθητά, αυξάνουν το βαθμό πολιτικοποίησης και, κατ’ επέκταση, την εθνική αντίσταση στην αφομοίωση της ευρωπαϊκής νόρμας (Saurugger 2014). Υπό αυτό το πρίσμα, η επίταση της ενοποίησης με όχημα τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, υπό την προϋπόθεση της απαλλαγής από μορφές αταβιστικού εθνοκεντρισμού, που εισηγούνται οι νεολειτουργιστές, φαντάζει πλέον λιγότερο εφικτή, αφού η ύπαρξη των θεσμών δημιουργεί ξεχωριστές προσδοκίες για κάθε κράτος-μέλος, οι οποίες καθιστούν κάποιες αντιδράσεις ή ενέργειες πιο κατάλληλες από άλλες, εμποδίζοντας την πανευρωπαϊκή υιοθέτηση της αλλαγής (Dimitrakopoulos 2001).
Τέλος, συνάγεται ότι και η ίδια η Επιτροπή, η παραγωγός του θεσμικού πλαισίου για τη θωράκιση απέναντι σε μελλοντικές κρίσεις τροφοδοσίας, άγεται και φέρεται από τις υποδείξεις των οικονομικά ισχυρότερων κρατών-μελών, όπως σηματοδοτεί η εκταμίευση ενός πολύ μικρότερου, από το αρχικά διεκδικούμενο από Τσέχους, Ούγγρους και Πολωνούς, ποσού για τη χρηματοδότηση του Nabucco, ενός πρακτικά παγωμένου σχεδίου ως σήμερα, αλλά και η μεταστροφή της στάσης της στο ζήτημα του μονοπωλίου χρήσης του OPAL από την Gazprom. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, προβαίνει στην αναίρεση των δικών της αρχών περί ελεύθερου και ανόθευτου ανταγωνισμού στην ευρωπαϊκή αγορά ενέργειας, αναδεικνυόμενη σε αδύναμο θεσμικό παίκτη που αναχαιτίζει την καλλιέργεια δεσμών εξάρτησης για τα κράτη μέλη μέσα από ένα συλλογικό μονοπάτι αποτελούμενο από τους κοινοτικούς κανόνες. Επίσης, η στάση της επιτρέπει στα κράτη-μέλη να αξιοποιούν τους θεσμούς όπως καθένα νομίζει, με στόχο την εξυπηρέτηση επιμέρους εθνικών συμφερόντων, γεγονός που μετατοπίζει το επίκεντρο του ενδιαφέροντος στη δράση μεμονωμένων χωρών και στην υποβάθμιση του νευραλγικού ρόλου της ως υπερεθνικού οργανισμού.
ΑΝΑΦΟΡΕΣ:
ΑΓΓΛΟΦΩΝΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Agh, A., 2015. De-Europeanization and De-Democratization Trends in ECE: From the Potemkin Democracy to the Elected Autocracy in Hungary. Journal of Comparative Politics, 8 (2), σελ. 4-26.
Boin, A., t’ Hart, P., Stern, E., Sundenius, B., 2005. The Politics of Crisis Management: Public Leaders under Pressure. Νέα Υόρκη: Cambridge University Press.
Borzel, T. A., 2002. Pace-Setting, Foot-Dragging, and Fence-Sitting: Member State Responses to Europeanization. JCMS, 40 (2), σελ. 193-214.
Crouch, G., 2013. A Struggle for Influence: A Multi-Level Appreciation of the Europeanisation Process. Στο: F. Laursen, επιμ. EU Enlargement: Current Challenges and Strategic Choices. Βρυξέλλες, Βέρνη, Βερολίνο, Φρανκφούρτη αμ Μάιν, Νέα Υόρκη, Οξφόρδη, Βιέννη: P.I.E. Peter Lang, σελ. 131-152.
De Waele, J. M. & Paczesniak, A., 2012. The Europeanisation of Poland’s Political Parties and Party System. Στο: E. Kulahci, επιμ. Europeanisation and Party Politics: How the EU Affects Domestic Actors, Patterns and Systems. Έσσεξ: ECPR Press, σελ. 125-144.
Dimitrakopoulos, D., 2001. Incrementalism and Path Dependence: European Integration and Institutional Change in National Parliaments. Journal of Common Market Studies, 39 (3), σελ. 405-422.
Dyson, K. (επιμ.), 2002. The European State and the Euro. Οξφόρδη: Oxford University Press.
Enyedi, Z., 2007. The Europeanisation of Eastern Central European Party Systems. THE NET Journal of Political Science, 5 (1), σελ. 65-74.
Exadaktylos, T. & Radaelli, C. επιμ., 2012. Research Design in European Studies: Establishing Casualty in Europeanization. Μπειζινγκστόουκ: Palgrave Macmillan.
Goetz, K. H. & Meyer-Sahling, J. H., 2009. Political Time in the EU: Dimensions, Perspectives, Theories. Journal of European Public Policy, 16 (2), σελ. 180-201.
Goldman, M. I., 2008. Petrostate: Putin, Power and the New Russia. Οξφόρδη: Oxford University Press.
Grabbe, H., 2006. The EU’s Transformative Power: Europeanization through Conditionality in Central and Eastern Europe. Νέα Υόρκη: Palgrave Macmillan.
Grieco, J. M. & Ikenberry, G. J., 2003. State Power and World Markets: The International Political Economy. Νέα Υόρκη, Λονδίνο: W.W. Norton & Company.
Hermann, C. F., 1969. International Crisis as a Situational Variable. Στο: J. N. Rosenau, επιμ. International Politics and Foreign Policy. Νέα Υόρκη: Free Press, σελ. 402-421.
Hertner, I. & Sloam, J., 2012. The Europeanisation of the German Party System. Στο: E. Kulahci, επιμ. Europeanisation and Party Politics: How the EU Affects Domestic Actors, Patterns and Systems. Έσσεξ: ECPR Press, σελ. 35-54.
Krupnick, C., 1996. Between Neorealism and Liberal Institutionalism: The CFSP and European Security Cooperation. Journal of European Integration, 19 (2-3), σελ. 143-163.
Kulahci, E. (επιμ.), 2012. Europeanisation and Party Politics: How the EU Affects Domestic Actors, Patterns and Systems. Έσσεξ: ECPR Press.
Ladrech, R., 1994. Europeanization of Domestic Politics and Institutions: The Case of France. Journal of Common Market Studies, 32 (1), σελ. 69-88.
Ladrech, R., 2010. Europeanization and National Politics. Κίνα: Palgrave Macmillan.
Pierson, P., 1993. When Effect Becomes Cause: Policy Feedback and Political Change. World Politics, 45 (4), σελ. 595-628.
Pierson, P., 2000. Increasing Returns, Path Dependence, and the Study of Politics. The American Political Science Review, 94 (2), σελ. 251-267.
Radaelli, C. M., 2000. Whither Europeanization? Concept Stretching and Substantive Change. European Integration Online Papers, 4 (8).
Risse, T., Green Cowles, M., Caporaso, J. A. επιμ., 2001. Transforming Europe: Europeanization and Domestic Change. Ιθάκη, Νέα Υόρκη: Cornell University Press.
Saurugger, S., 2014. Europeanisation in Times of Crisis. Political Studies Review, 12 (2), σελ. 181-192.
Tsoukalis, L., 2016. In Defence of Europe: Can the European Project Be Saved? Οξφόρδη: Oxford University Press.
Young, O., 1991. Political Leadership and Regime Formation: On the Development and Institutions in International Society. International Organization, 45 (3), σελ. 281-308.
ΕΛΛΗΝΟΦΩΝΗ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Βουλγαράκης, Ρ. & Γραμματικάκης, Μ., 2016. Η Gazprom ως Όπλο Εξωτερικής Πολιτικής: Ο Ρόλος της στην Πρόσφατη Ουκρανική Κρίση. Foreign Affairs, 42, σελ. 154-174.
Τσακίρης, Θ., 2011. Ο Γαλάζιος Χρυσός: Οι Ρωσο-Ουκρανικές Σχέσεις και η Ευρωπαϊκή Στρατηγική Φυσικού Αερίου. Αθήνα: Παπαζήσης.
ΓΚΡΙΖΑ ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ:
Δελτία τύπου:
PGNiG, 2016. PGNiG actions in OPAL pipeline and Gazprom antitrust case. Δελτίο τύπου, 26 Οκτωβρίου 2016. [διαδίκτυο] Διαθέσιμο στη διεύθυνση: http://en.pgnig.pl/news/-/news-list/id/pgnig-polish-oil-gas-company-actions-in-opal-pipeline-and-gazprom-antitrust-case/newsGroupId/18252 [Προσπελάστηκε στις 21 Ιανουαρίου 2017].
Εκθέσεις προόδου:
Aartsen, V. J., 2009. Activity Report: September 2007-February 2009/ Project of European Interest n° NG 3. Βρυξέλλες, 4 Φεβρουαρίου 2009.
Κοινοτικά έγγραφα:
Commission of the European Communities, COM (2008) 781 final. Communication from the Commission to the European Parliament, the Council, the European Economic and Social Committee and the Committee of the Regions: Second Strategic Energy Review. Βρυξέλλες, 13 Νοεμβρίου 2008.
European Commission, COM (2015) 80 final. Energy Union Package. Communication from the Commission to the European Parliament, the Council, the European Economic and Social Committee, the Committee of the Regions and the European Investment Bank: A Framework Strategy for a Resilient Energy Union with a Forward-Looking Climate Change Policy. Βρυξέλλες, 25 Φεβρουαρίου 2015.
European Commission, 2015. Memorandum of Understanding on a Joint Approach to Address the Natural Gas Diversification and Security of Supply Challenges as Part of the Central and South-Eastern European Gas Connectivity (CESEC) Initiative. Ντουμπρόβνικ, 10 Ιουλίου 2015.
Ομιλίες συνεδρίων:
Moravcsik, A., 2005. Sequencing and Path Dependence in European Integration. Στο: Americas Mendoza College of Business, Conference on the Sequencing of Regional Economic Integration: Issues in the Breadth and Depth of Economic Integration. Νοτρ Νταμ, Σεπτέμβριος 2005.
ΔΙΑΔΙΚΤΥΑΚΕΣ ΠΗΓΕΣ:
Dempsey, J., 2016. The (German) politics of Nord Stream 2. [διαδίκτυο] Διαθέσιμο στη διεύθυνση: http://carnegieeurope.eu/strategiceurope/65028 [Προσπελάστηκε στις 21 Ιανουαρίου 2017].
EurActiv, 2016. Poland appeals to European Court over OPAL pipeline decision. [διαδίκτυο] Διαθέσιμο στη διεύθυνση: http://www.euractiv.com/section/energy/news/poland-appeals-to-european-court-over-opal-pipeline-decision/?nl_ref=27290106 [Προσπελάστηκε στις 21 Ιανουαρίου 2017].
Szymanski, K., 2016. Russia’s gas pipeline threatens European unity. [διαδίκτυο] Διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.ft.com/content/25a17928-96c3-11e6-a1dc-bdf38d484582 [Προσπελάστηκε στις 21 Ιανουαρίου 2017].
Reuters, 2016. EU lifts cap on Gazprom’s use of Nord Stream pipeline link. [διαδίκτυο] Διαθέσιμο στη διεύθυνση: http://uk.reuters.com/article/uk-eu-gazprom-opal-decision-idUKKCN12S222?il=0 [Προσπελάστηκε στις 21 Ιανουαρίου 2017].
ΒΙΝΤΕΟ:
GLOBSEC Tatra Summit, 2016. Geopolitics and Energy –Getting it Right for Europe. Μπρατισλάβα, Σλοβακία 28 Οκτωβρίου 2016. [διαδικτυακό βίντεο] Διαθέσιμο στη διεύθυνση: https://www.youtube.com/watch?v=N5acXNISQNM [Προσπελάστηκε στις 21 Ιανουαρίου 2017].
Comments